σαρκολάτρης

σαρκολάτρης
ὁ, Α
αυτός που λατρεύει την σάρκα, τις υλικές απολαύσεις, ο υλιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + λάτρης (πρβλ. ειδωλο-λάτρης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σάρκα — η / σάρξ, σαρκός, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σύρξ Α 1. το μυώδες μέρος τού σώματος τών ανθρώπων και τών ζώων, το κρέας (α. «στα μέρη όπου λαγωνικά τα δάχτυλα / μυρίζονται τη σάρκα», Ελύτης β. «ἔγκατά τε σάρκας τε καὶ ὀστέα», Ομ. Οδ.) 2. το μέρος αυτό τού… …   Dictionary of Greek

  • ՄԱՐՄՆԱՊԱՇՏ — ( ) NBH 2 0228 Chronological Sequence: 5c ա. σαρκολάτρης sarcolatra. Որ պաշտէ զմարմին եւ զմարմնաւորս. եւ մասնաւոր առմամբ՝ Այն որ դնէ ʼի քրիստոս ըստ ապողինարի լոկ մարմին անհոգի. *Դու յաաղգս այդորիկ անպատուես զիմ իմաստս՝ ո՛վ մարմնապաշտդ, եթէ ես… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”